- θραύω
- (ΑΜ θραύω)αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζωαρχ.1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω2. λυπάμαι για κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν -α- είναι δυσερμήνευτο. Εμφανίζει πιθ. τη συνεσταλμένη βαθμίδα (*dhrәus-) τής ρίζας *dhrēus- «σπάζω, συντρίβω» και συνδέεται με τα θρυλίσσω, θρύπτω, που έχουν παρόμοια σημ. Αρχαία συνώνυμα τής λ. είναι επίσης τα ρήγνυμι, (κατ)άγνυμι, κλω, ενώ στη Νέα Ελληνική το ρ. έχει σχεδόν αντικατασταθεί από τα σπάζω, τσακίζω.ΠΑΡ. θραύση(-ις), θραύσμα, θραύστηςαρχ.θραύλος, θραύμα, θραυστήριος, θραυστόςαρχ.-μσν.θραυσμός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. θραυσάντυξ, θραυσίπτερος. (Β' συνθετικό) αποθραύω, καταθραύωαρχ.διαθραύω, εναποθραύω, επιθραύω, παραθραύω, περιθραύω, συνθραύω, υποθραύω].
Dictionary of Greek. 2013.